αναστέναγμα

αναστέναγμα
το
ο αναστεναγμός*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναστεναγμός — ο (Μ ἀναστεναγμός) ο στεναγμός, αναστέναγμα …   Dictionary of Greek

  • αναστεναγμός — αναστεναγμός, ο και αναστέναγμα, το και αναστένασμα, το, ατος το να αναστενάζει κανείς: Συχνά άκουαν κι οι γείτονες τους αναστεναγμούς της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”